Οι μυρωδιές χάνονται στο κενό της απόστασης

Δεκεμβρίου 27, 2020

Είχε ξυπνήσει και έφτιαχνε καφέ στην παλιά κουζίνα της γιαγιάς της. Ήταν μόνη πια σε αυτό το διαμέρισμα, σχεδόν δυο χρόνια. Η γιαγιά της ήταν κοντούλα με άσπρα μαλλιά και καταγάλανα μάτια. Την είχε μεγαλώσει μόνη της με ελευθερίες και ανησυχίες, ίσως και κάποιους προβληματισμούς. Η νεαρή –που ίσως και ποτέ να μην το ήξερε- ήταν μια ανερχόμενη καλλιτέχνιδα. Ζωγράφιζε, έπαιζε στο θέατρο και πριν πέσει ο ήλιος πατούσε πλήκτρα. Από το πιάνο την ερωτεύτηκα. Όχι ερωτικά. Τάχα όλοι τώρα θα μπορούσαν να τρέξουν να παρερμηνεύσουν τα λόγια μου, όμως ήταν πιο πάνω από σαρκικές ανησυχίες ο όλος θαυμασμός.

Είχε την πιο ανάλαφρη ψυχή που είχα γνωρίσει αυτά τα χρόνια της ζωής μου. Μελαχρινή, αδύνατη και με ένα περπάτημα, που ήταν πάντα σαν να περνάει αεράκι δίπλα σου. Με έκανε να την χαζεύω. Με ενέπνεε η ζωή της και μου άρεσε να γράφω γι’ αυτήν. Είχα καταλάβει πως της άρεσε να σχεδιάζει πρόσωπα, και τα σχέδια της ήταν πάντα με γραμμές που ποτέ δεν ολοκληρώνονταν. Δεν τις ένωνε ποτέ τις γραμμές και γι’ αυτό μπορούσε οποιαδήποτε στιγμή να ξεγλιστρήσει και να φύγει από αυτές. Δεν εγκλώβιζε ποτέ τα σχέδιά της. Στην βάση της, η ελευθερία άραγε με τι να έχει να κάνει;

Μια μέρα ψιθύριζε κάτι για τους κύκλους.. «Ο κύκλος μπορεί να χορέψει με μια γραμμή απλή σωστά; Ναι, το ξέρω ότι μπορεί. Και νομίζω επίσης πως θα μπορούσε να ξαπλώσει και επάνω της. Να γλιστράει σε κάθε σχηματισμό της γραμμής. Να παίζει μαζί της. Υπάρχει ένας κίνδυνος με την γραμμή όμως. Πιθανότατα κάπου να σταματάει, μέχρι να αρχίσει να γράφει ξανά. Η γραμμή είναι η αρχή και το τέλος. Είναι αυτοτελές. Ο κύκλος ήταν και αυτός όμως κάποτε μια γραμμή. Ίσως κάπου να μπερδεύτηκε και να έκλεισε. Ίσως ο κύκλος να είναι μια πεθαμένη γραμμή».

Στις ζωγραφιές της δεν έβαζε χρώματα. Σπάνια ίσως κανένα κόκκινο, και πιο σπάνια κάτι σε μπλε. Στους άσπρους καμβάδες προτιμούσε να βάζει μαύρο και να σχηματίζει δίνοντας υπόσταση σε κάτι καινούριο. Κάτι καινούριο που δεν χρειαζόταν τίποτα παραπάνω για να είναι αυτό που είναι. Ποτέ δεν ζωγράφιζε ας πούμε την ίδια μύτη σε κάθε άνθρωπο. Επίσης ποτέ δεν ξεκινούσε έχοντας στον μυαλό της τον άνθρωπο. Πάντα όμως κάπως καθόλου μυστηριωδώς, εκεί κατέληγε. Και είχε και μια μανία να τους ζωγραφίζει μισούς. Πάντα άφηνε κάτι κρυφό. Ίσως ποτέ να μην τους καταλάβαινε απόλυτα, ή ίσως να τους ήξερε και πολύ καλά. Υποστήριζε πως ποτέ τίποτα δεν πρόκειται να είναι για όλους. Έβρισκε ελευθερία στις σκιές τους.  

Η μπαλκονόπορτα της ήταν ανοιχτή, και η μυρωδιά του καφέ είχε φτάσει εδώ. Θεωρητικά θα έλεγε κάποιος πως δεν γίνεται. Ίσως θα έλεγε πως ήμασταν αρκετά μακριά για να συμβεί κάτι τέτοιο. Οι μυρωδιές χάνονται στο κενό της απόστασης. Όλοι έτσι λένε. Όμως για μένα, κατάφερνε πάντα αυτή η μυρωδιά να είναι εδώ στο τέλος. Ίσως να με ήξερε και να άπλωνε την γραμμή της μέχρι απέναντι.

Ίσως και να ήμουν ένας απλός παρατηρητής, έξω από τα δικά της μάτια.

Νομίζω την έλεγαν Εμέλια.


See You Soon, Mauri Toulipa

You Might Also Like

0 Comments

Like us on Facebook

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *