Πίνω έναν οριακά κακό καφέ και ακούω ποίηση. Μέχρι να επανέλθω στα φυσιολογικά μου μιλήστε μου μόνο ψιθυριστά. Μην προσπαθήσετε να μπείτε βίαια στον κόσμο μου. Θα σας αγνοήσω. Πριν δυο χρόνια είχα κάνει μια ανάρτηση όπου και είχα γράψει μόνο αυτή την φράση. Είναι η ιδανική φράση και γι' αυτό την επαναφέρω εδώ σήμερα. Για ό,τι ακολουθήσει δεν φέρνω καμία ευθύνη.
Για αρχή
Το βιβλίο είναι το "Για τον έρωτα", γραμμένο από τον Τσαρλς Μπουκόφσκι. Εσείς ξέρατε ότι το λογοτεχνικό του όνομα σε μερικά από τα βιβλία του, ήταν Χένρι Τσινάσκι; Ο Χένρι ήταν ένας περιθωριακός μέθυσος, που αγαπούσε τις γυναίκες, ήταν απρόβλεπτος ίσως και λίγο χυδαίος ή απλά ένας άνθρωπος που έλεγε τα πράγματα έξω από τα δόντια. Δεν θα σας το κρύψω, μόλις ξεκίνησα να τον διαβάζω η καθώς πρέπει ευγένειά μου κοκκίνισε. Το πρώτο λοιπόν συναίσθημα ήταν η αποστροφή, ενώ το δεύτερο ήταν η γοητεία.
Μεγαλώνοντας άρχισα και εγώ να συνειδητοποιώ πως είναι σαγηνευτικός ο άνθρωπος που τολμάει να λέει τα πράγματα αφιλτράριστα και όπως πραγματικά τα νιώθει. Έτσι λοιπόν, σταδιακά άρχισα να βλέπω τον Τσαρλς με άλλο μάτι. Κάπου διάβασα να λέει κάποιος, πως ο άνθρωπος αυτός είναι ο παππούς που όλοι θα θέλαμε να έχουμε και νομίζω πως αυτό είναι μεγάλη αλήθεια.
Είναι αυτός ο άνθρωπος που χωρίς ιδιαίτερο κόπο, θα έβρισκε την κατάλληλη απάντηση για ό,τι χρειαζόσουν. Δεν θα σε έκρινε. Ναι, σίγουρα δεν θα το έκανε. Και αν σε έβλεπε πιθανότατα να κλαις ή να μην την παλεύεις πολύ θα σου έλεγε, «καλύτερα να σφίξεις καλά το στομάχι γιατί η ζωή χτυπάει σαν μποξέρ». Θα σου έλεγε ακόμα να μην προσπαθείς πολύ, στα κέφια του θα σε προέτρεπε να βρεις αυτό που αγαπάς, και να το αφήσεις να σε σκοτώσει και για εσωτερική υπενθύμιση σε αυτή την ζωή θα ήθελε να θυμάσαι πως, η πραγματική μοναξιά δεν περιορίζεται απαραίτητα στο όταν είσαι μόνος.
"Δεν γουστάρω τους νόμους, την θρησκεία, την ηθική τους και τους κανόνες. Δεν γουστάρω να με φερμάρει η κοινωνία στα μέτρα της"
Μερικά Λόγια
Γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1920 στο Άντερναχ της Γερμανίας και στην ηλικία των δύο ετών μετακόμισε με την οικογένειά του στο Λος Άντζελες. Ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός και πολύ σκληρός άνθρωπος. Τον έδερνε με κάθε ευκαιρία. Ο Μπουκόφσκι μεγαλώνοντας έγινε ένας ντροπαλός και μοναχικός έφηβος και είχε όνειρο να γίνει συγγραφέας. Γι' αυτό μεγαλώνοντας γράφτηκε σε ένα κολλέγιο στο Λος Άντζελες για να σπουδάσει δημοσιογραφία και λογοτεχνία.
Όταν η μητέρα του ανακάλυψε τα πρώτα χειρόγραφα τα κατέστρεψε. Η πρώτη ένδειξη απόρριψης που φέρνει με παράπονο στις πλάτες του στην μετέπειτα ζωή.
Φαίνεται πως η οικογένειά του δεν τον κατάλαβε και δεν τον αναγνώρισε ποτέ. Στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ο πατέρας του επέμενε να καταταγεί, κάτι που ο ίδιος αρνιόταν. Εκείνη ήταν και η στιγμή που αποφάσισε να φύγει από το σπίτι και να ζήσει για λίγο ως περιπλανώμενος άστεγος.
Στην ζωή του οι γυναίκες έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Η πρώτη γυναίκα που παντρεύτηκε ήταν εκδότρια, όπου και τον βοήθησε εκδίδοντας δουλειές του. Ο γάμος κράτησε μόλις δυο χρόνια. Μετά από αυτό έπεσε στο ποτό και η δουλειά του ήταν σε ένα ταχυδρομείο, όπου και παρέμεινε εκεί για δώδεκα ολόκληρα χρόνια. Η δεύτερη γυναίκα που γνώρισε, λέγεται πως ήταν η μεγαλύτερη αγάπη της ζωής του. Εδώ αυτό που τους χωρίζει είναι ο θάνατος. Για καιρό την θρηνεί γράφοντας πολλά ποιήματα και διηγήματα. Στην συνέχεια γνωρίζει μια γυναίκα όπου και κάνουν μαζί ένα παιδί, ενώ στο τέλος παντρεύεται μια γυναίκα που θα τον συντροφεύσει μέχρι και τον θάνατό του. Ο ίδιος πεθαίνει από λευχαιμία στις 9 Μαρτίου του 1994.
Μια έξτρα πληροφορία
Ο ίδιος δεν φοβόταν τον θάνατο. Μάλλον. Ή αν τον φοβόταν τον έπαιζε για τα καλά. Έλεγε,
''Έχω τον θάνατο μέσα στην αριστερή μου τσέπη. Μερικές φορές τον βγάζω έξω και του μιλάω: Γεια σου μωρό μου, τι κάνεις; Πότε θα έλθεις να με πάρεις; Θα είμαι έτοιμος''.
Στον τάφο του υπάρχει μια πλάκα που γράφει, "Don't Try" (δηλαδή, μην προσπαθείς).
Ο ίδιος είχε εξηγήσει αυτή τη φράση από το 1963: «Με ρώτησαν "Τι κάνεις όταν δημιουργείς; Πώς γράφεις;" και τους είπα "Δεν προσπαθείς. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, μην προσπαθείς, είτε για τις Κάντιλακ, είτε για να βρεις έμπνευση, είτε για την αθανασία. Περιμένεις και αν δεν γίνει τίποτα, περιμένεις λίγο ακόμα. Είναι σαν ένα ζωύφιο που εντοπίζεις ψηλά στον τοίχο. Περιμένεις να έρθει σε σένα. Όταν φτάσει αρκετά κοντά, τότε το σκοτώνεις"».
Στο βιβλίο
📌Γράφει ποιήματα αφοπλιστικής ειλικρίνειας και αιχμηρού χιούμορ, γραμμένα με πηγαίο πάθος και συγκινητική ευθύτητα.
📌Γράφει για τον έρωτα, τη λαγνεία και την επιθυμία σε πρώτο πρόσωπο.
📌Τα ποιήματά του μιλούν για τη γοητεία του μυστηριώδους και το σεξ, την απόρριψη ή την αποδοχή από το αντικείμενο του πόθου, τον εγωισμό και τον ναρκισσισμό του ερωτευμένου υποκειμένου και, εν τέλει, για τη λυτρωτική δύναμη του έρωτα.
📌Με τον δικό του στοχαστικό τρόπο, ανάγει τον έρωτα σε πρίσμα υπό το οποίο βλέπει τον πλήρη ομορφιάς αλλά και αγριότητας κόσμο, καθώς και τη δική του ευάλωτη θέση σε αυτόν.
Απόσπασμα
Περνώ απ’ το ξενοδοχείο στις 8
και στις 5 στα σοκάκια έχει γάτες
και μπουκάλια και αλήτες,
και κοιτάζω ψηλά στο παράθυρο και σκέφτομαι,
δεν ξέρω πια που είσαι,
και συνεχίζω τον δρόμο μου κι αναρωτιέμαι πού
πηγαίνει η ζωή
όταν σταματά.
Σημαντική υπενθύμιση:
Μην το διαβάσεις έχοντας κλειστά τα μάτια.
Έξτρα Πληροφορίες
Κατηγορία: Παγκόσμια Λογοτεχνία
Εκδόσεις: Πατάκη
Σελίδες: 240
Πριν φύγεις μπορείς να δεις το παρακάτω βίντεο
So, you want to be a writer? -- Charles Bukowski
See You Soon, Mauri Toulipa